Συνέντευξη στο περιοδικό "Ελληνικά" 
(Βέρνη Ιανουάριος 2014, αρ. τεύχους 7)







ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ #11
Χειμώνας 2011-2012

Αγγελική Καραθανάση


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ

Μαρινέλλας Βλαχάκη, Χρονιάρες μέρες και άλλα διηγήματα
 Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2009, σελ. 75.


Πρόκειται για μια συλλογή εφτά σύντομων σχετικά διηγημάτων που χρονικά τοποθετούνται στη δεκαετία του 1960. Εκτός από το τελευταίο, που τοποθετείται το καλοκαίρι, όλα τα υπόλοιπα είναι διηγήματα του Δεκέμβρη και μάλιστα τα τέσσερα αναφέρονται στις μεγάλες γιορτές του. Σε όλα τα δεκεμβριανά διηγήματα ο θάνατος είναι παρών, όχι ως κάτι αποτρόπαιο και φοβερό, αλλά ως μια πραγματικότητα, κάποτε μάλιστα και λυτρωτική, όπως στο πρώτο διήγημα που ο θάνατος του άγριου τρελού συζύγου της ηρωίδας σημαίνει τη δική της επιστροφή στην πατρίδα (είχε ξενιτευθεί κρυφά στην Αμερική για να γλιτώσει) και την αρχή μιας νέας ζωής.
Στο πρώτο διήγημα «Χρόνια πολλά, Τασία» η αφηγήτρια,  που επαγγελματικά ασχολείται  με την περιποίηση των ποδιών των γυναικών,  παραμονή Χριστουγέννων πηγαίνει στο χωριό, όπου σκοπεύει να περάσει τη γιορτή. Ξημερώνοντας η μεγάλη μέρα, η απροσδόκητη επίσκεψη της πενηντάρας Τασίας αποκαλύπτει στον αναγνώστη τα του βίου της και μέσα από αυτόν παρουσιάζεται ανάγλυφη η κοινωνία του μικρού κρητικού χωριού τη δεκαετία του 1960 με όλες τις αγκυλώσεις και τους περιορισμούς που επέβαλαν τα ήθη της εποχής στην οικογένεια για την ανατροφή του κοριτσιού και το γάμο του.
Δυο γάμοι αποτυχημένοι, ο ένας μάλιστα επικίνδυνος για την ίδια τη ζωή της Τασίας, ο άλλος από συμβιβασμό (η ηλικία της δεν της έδινε περιθώρια για διαλέγματα), δεν την πτοούν. Μέσα από ένα χιούμορ που θυμίζει Καραγκιόζη, (γελάει στις πιο δραματικές στιγμές, «ε, ρε γλέντια!», αναφωνεί κάποια στιγμή με πηγαίο αυτοσαρκασμό), δέχεται ό,τι η μοίρα τής έταξε, να πηγαίνει εκείνος [ο ηλικιωμένος σύζυγος] στο καφενείο κι εκείνη  να βόσκει τα πρόβατά του. Μετά από χρόνια, φτάνει να αγαπά τη δουλειά, για την οποία έδωσε μάχη να μην κάνει, μια μάχη που της κόστισε «τρία δόντια, δυο πλευρά και κουφαμάρα απ’ το ένα αυτί». Έχει πια αποδεχτεί τη ζωή όπως της ήλθε και απολαμβάνει τις καθημερινές μικροχαρές χωρίς φιλοσοφίες («είναι όμορφη η ζωή») κι ας ζει δίπλα σ’ ένα «τρεμάμενο ηλικιωμένο με πιτζάμες». Ο μοναδικός της φόβος είναι «μην ασπρίσουν τα μαλλιά» της. Όλα τα έχει αντέξει: ξυλοδαρμούς, στερήσεις, ξενιτειά, μοναξιά, «αυτό δεν θα το αντέξω…» ομολογεί με κάθε σοβαρότητα, που προκαλεί θυμηδία στον αναγνώστη.
Από την αφήγηση του πατέρα ενός μικρού καλαντιστή μαθαίνουμε στο δεύτερο διήγημα «Ο Νικόλας ο Φλουρής» το δράμα του μικρασιάτη πρόσφυγα Νικόλα. Μια ιστορία που ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις τραγικές μέρες που έζησαν οι πρόσφυγες της καταστροφής του 1922, τον αποχωρισμό, την αγριότητα, τις απώλειες, τον αγώνα για την επιβίωση, τα απραγματοποίητα όνειρα, την προσδοκία που διατηρείται ζωντανή μέχρι το τέλος και που χάνεται μόνο με τον απροσδόκητο θάνατο παραμονή πρωτοχρονιάς.
 Για τον αφηγητή ο Νικόλας ο Φλουρής δεν είναι ο τραγικός ήρωας, που ο θάνατός του γίνεται η αιτία να βρεθεί ο κρυμμένος θησαυρός που έψαχνε σ’ όλη τη ζωή του ούτε ο δυστυχισμένος που δεν πραγματοποίησε το όνειρό του. Είναι ο ευτυχισμένος Νικόλας, όπως εκείνος πιστεύει πως τον είδε να τον «χαιρετά γελαστός μέσα από το άρμα του Άη Βασίλη […]».
Είναι φανερή η παπαδιαμαντική ατμόσφαιρα στο διήγημα. (γέρος, αναμονή, χιόνι, πρωτοχρονιά). Παρά την τραγικότητα των ηρώων ο θάνατος δεν έρχεται ως λυτρωτικό τέλος και εκμηδένιση, αλλά ως μετάβαση σε μια άλλη καλύτερη ζωή, «στον ουρανό».
Στο τρίτο διήγημα «Η γιαγιά Πηνελόπη» μια άλλη χρονιάρα μέρα (ανήμερα των Φώτων) μένει «ασάλευτη» για πάντα, έχοντας πρώτα, κάτω από την πίεση της μητρικής αγάπης, συμφιλιωθεί με το θάνατο και τους νεκρούς, που κάποτε φοβόταν και ξόρκιζε.
Στο τέταρτο διήγημα «Η αυλή των Αγγέλων», Δεκέμβρη μήνα, μια γριά κάνει ωτοστόπ στην αφηγήτρια που κατευθύνεται σ’ ένα μαδαρίτικο χωριό. Περνώντας από ένα ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου ακούμε τη γριά να διηγείται ένα λαϊκό μύθο, απ’ αυτούς που η Λαογραφία ονομάζει αιτιολογικούς. Εξηγεί γιατί στην αυλή του ξωκλησιού υπάρχει η συνήθεια να θάβονται τα αβάφτιστα νεκρά μωρά.
Στην αποφράδα μέρα των Χανιών, την 8η του Δεκέμβρη, μας μεταφέρει το πέμπτο διήγημα  «Όπως στα φαράγγια». Η Ξανθίππη, φτωχομάνα  τρίτεκνη, θέλοντας να απομακρύνει την Αννιώ από το «φαμεγιουδάκι» τον Στρατή, «το ψυχοπαίδι του φούρναρη», που ερωτεύτηκε η κόρη της, τη στέλνει στη θεια της στην Αθήνα να δουλέψει σ’ εργοστάσιο και να γίνει «Κυρία» κάποιου επιστήμονα. Της βγάζει εισιτήριο με το αεροπλάνο «όχι με τα καράβια που πνίγουνται» (υπονοεί το οχηματαγωγό «Ηράκλειο» το 1966, είμαστε στο 1969).
Το αεροπλάνο πέφτει κι η μάνα κλαίει κι οδύρεται. Ο έρωτας  όμως της κόρης για τον Στρατή ήταν πιο δυνατός από την υπακοή στη μάνα. Η κόρη δεν ήταν ανάμεσα στα θύματα του αεροπορικού δυστυχήματος, δεν μπήκε στο αεροπλάνο, είχε κρυφτεί στο σπίτι του Στρατή.
Στο πρωτελευταίο διήγημα «Χρονιάρες μέρες» η Ασπασία γιορτάζει τα Χριστούγεννα μόνη, συντροφιά με τη φωτογραφία του πεθαμένου αδελφού της, με τον οποίο έχει ανοίξει κουβέντα, (έτσι κι αλλιώς κι όταν ζούσε μακριά ήταν, τι άλλαξε τώρα που δεν ζει;)
 Ένας διακονιάρης την επισκέπτεται κι αυτή, παρά την βαρυγκόμια της και την ανέχειά της, τον βάζει στο σπίτι της να του δώσει μια ζεστή σούπα μέρα που είναι. Κι εδώ η ατμόσφαιρα θυμίζει Παπαδιαμάντη ή Κόντογλου.
Ο άνθρωπος πεθαίνει μέσα στο σπίτι της εκείνα τα χιονισμένα Χριστούγεννα, ενώ αυτή εξακολουθεί να του μιλεί. Όταν το καταλαβαίνει, ετοιμάζει «τον οικογενειακό της τάφο» «να νιώσει κι εκείνος λιγάκι ζεστασιά μέρα που είναι» και ειδοποιεί τον παπά για την «παράδοση». Του παραγγέλνει όμως να μην πει «σήμερο σε κανένα κουβέντα. Αύριο… Αύριο […]». Ήθος που μας θυμίζει εκείνο του ριζίτικου τραγουδιού «Μάνα, κι αν έρθου οι φίλοι μας […] / μην τώνε πεις κι απόθανα να τσι βαροκαρδίσεις /[…]/ και το πρωί σα σηκωθούν και σ’ αποχαιρετούνε / πε τωνε πως απόθανα».
Το τελευταίο διήγημα «Βαθιά απόκρημνη χαράδρα» κινείται σε κάπως διαφορετικό κλίμα. Μια επώδυνη ανάμνηση είναι το θέμα του. Ο φόβος από το πέρασμα, μεσ’ στη νύχτα, του φαραγγιού της Σαμαριάς, τότε που «το διασχίζανε μόνο τ’ αγρίμια του κι όχι οι τουρίστες» συνδέθηκε στη μνήμη της αφηγήτριας με το φόβο που της προκάλεσε το δικό της πέρασμα από τη ζωή του μικρού κοριτσιού στην ιδιότητα της γυναίκας. Ήταν τότε 12 χρονών. 
Η συγγραφέας χειρίζεται με άνεση το ιδίωμα της δυτικής Κρήτης στους φυσικούς κι αβίαστους διαλόγους κι αυτό συμβάλλει στην αληθοφάνεια, δίνοντας παράλληλα παραστατικότητα και θεατρικότητα στα διηγήματα. Ηθοποιός η συγγραφέας γνωρίζει τον τρόπο που πετυχαίνεται αυτό. Από τις «πρώτες δημοσιεύσεις» πληροφορούμαστε πως το δεύτερο διήγημα έχει γίνει κιόλας θεατρική παράσταση.
Η προσεκτική ανάγνωση των διηγημάτων μπορεί πέρα από την αισθητική απόλαυση να δώσει αλάθητα στοιχεία για την κοινωνική προσέγγιση του κρητικού χωριού, που νομίζω δεν διαφέρουν από εκείνα του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, όχι μόνο των χωριών, αλλά και των πόλεων ακόμη και της Αθήνας, αφού πολλοί κάτοικοι των πόλεων και της πρωτεύουσας ήδη από τη δεκαετία του 1960 ήταν εσωτερικοί μετανάστες, που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους. Θέματα όπως η φτώχεια κι η μετανάστευση, η προσδοκία ενός γάμου με άνδρα κοινωνικά και οικονομικά ανώτερο (Τασία, Μουγκή και  Αννιώ στο πρώτο, δεύτερο και πέμπτο διήγημα), η θέση της γυναίκας και η αντιμετώπισή της από τον άνδρα (Τασία), η προσφυγιά και κάμποσα άλλα θέματα δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη για περίσκεψη. Πόσο απέχει άραγε η δεκαετία του 1960 από αυτή που ζούμε τώρα; Σε κάποια η απόσταση είναι μεγάλη, σε άλλα, όπως η συμφιλίωση με το θάνατο, η αποδοχή του συντρόφου (κοριτσιού ή αγοριού) από την οικογένεια, η συμπάθεια στον ανήμπορο είναι και σήμερα ζητούμενα.

@@@


Βιβλιοκριτική - “Χρονιάρες μέρες” Της Αμαλίας Πορτάλου



@@@




INDEX # 37 Φεβρουάριος 2010
Μαρινέλλας Βλαχάκη «Χρονιάρες μέρες»
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη με τη νέα της συλλογή διηγημάτων «χρονιάρες μέρες» μας οδηγεί στους δρόμους του χωριού αλλά και της παλιάς πόλης των Χανίων όπου έζησε παιδί και έφηβη. Μέσα στις σελίδες πάλλουν τα βάσανα των στερημένων ανθρώπων, η μοιρολατρία, η θαυμαστή αντοχή και η καρτερία, με μια γλώσσα που διατηρεί την προφορά της Κρήτης και τη μουσικότητα, αν και πέρασαν γεναιές και χρόνια. -Τύποι ανθρώπων που σπάνια υπάρχουν σήμερα, έθιμα και συνήθειες, αντοχή και δεσμοί με τη φύση, που παντού κυριαρχεί. -Βουνά και φαράγγια, γκρεμνοί και σπήλαια, που προκαλούν φόβο, σφυρηλατούν το πνεύμα του νησιού που απλώνεται αγέρωχο στη Μεσόγειο. Και πάλι η γλώσσα! Αναπλασμένη από ανθρώπους που δεν κάθισαν για πολύ σε θρανία τη διδάχτηκαν όμως, εκφραστική, μουσική, από τη ζωή. Ο εικοστός αιώνας στα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Η λαογραφία και η ιστορία του πολιτισμού. Άνθη του αγρού τα παραμύθια της Μαρινέλλας, βελάσματα και φλογέρες του βοσκού στις πλαγιές, αναπάντεχα συμβάντα στη ζωή των απλών ανθρώπων, το συναρπαστικό γεγονός με το αεροπλάνο που έπεσε το Δεκέμβρη του 1969…Η Μ.Β. επιμένει στη γνησιότητα της γραφής και προσθέτει ζωντάνια στις τριμμένες λέξεις και στις συνήθειες των ανθρώπων εκείνων.
Βικτωρία Θεοδώρου
@@@
(τα κείμενα διαβάζονται: με αριστερό κλικ πάνω στην εικόνα,
δεξί κλικ και προβολή εικόνας, μεγέθυνση)



@@@




@@@


ΠΑΤΡΙΣ 31-12-2009

Μαρινέλλα Βλαχάκη - “Χρονιάρες μέρες” και άλλα διηγήματα
Το καινούριο βιβλίο της Χανιώτισσας ποιήτριας και πεζογράφου


Ο σχολιασμός μου για την ποιητική συλλογή της Μ. Βλαχάκη “Τα πολύτιμα”, στο φύλλο της εφημ. “ΠΑΤΡΙΣ” 19/11/09, ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη λογοτέχνιδα. Χαίρομαι που σύντομα μου δίνεται η ευκαιρία να σας δώσω κι άλλο δείγμα γραφής της με το βιβλίο της “Χρονιάρες μέρες” κι άλλα διηγήματα, που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.Κι αυτή τη φορά τα λόγια μου είναι αυθόρμητα από τη χαρά που νιώθω. Δεν μπορώ να συγκρατήσω τη χαρά και γράφω:


Πρώτη διαπίστωση: Mα η απλότητα είναι τόσο μεγαλειώδης! Ισως δεν το είχα νιώσει γιατί δεν την είχα συναντήσει έτσι γυμνή και μεγαλειώδη! Δεύτερη διαπίστωση: Κι η ανθρωπιά είναι απλή κι εύκολη! Κρίμα που έχομε τόσο ξεμακρύνει από την πηγή της χαράς.- Δεν έχω διαβάσει ή ζήσει τέτοια ανθρώπινη σχέση σαν αυτή των δυο γυναικών στο διήγημα “Χρόνια πολλά Τασία”. Οι ψυχές, ως φαίνεται, είναι λουλούδια που ανθίζουν γρήγορα, κάτω από κατάλληλες συνθήκες.Και το πιο απρόσμενο: γέλασα μόνη μου, πολλή ώρα, κι ένιωσα γεμάτη υγεία, σε κάποια σημεία της ανάγνωσης, εκεί που η αθωότητα σκοντάφτει στην πραγματικότητα. Βέβαια καθαρά προσωπική αίσθηση. Μου επιτρέπεται, ελπίζω. Ας σοβαρευτώ όμως γιατί πρέπει να πω πως η περιγραφή ενός χώρου, ενός συμβάντος, όσο και η ψυχολογία των δρώντων προσώπων είναι τόσο φυσική, ακριβής και αληθινή (ή αληθοφανής, επιτρέπεται), που η εικόνα, η σκηνή, μετουσιώνεται σε ζωντανή ροή, συμπαρασύροντάς σε συμπρωταγωνιστή της.Πιστεύω πως έχει δοθεί πιο καίρια-παρά πουθενά αλλού-η τραγική μοίρα του Μικρασιατικού ελληνισμού στο σύντομο διήγημα “Ο Νικόλας ο Φλουρής”. Αλλο τόσο συγκλονίζει η ψυχή της ΜΑΝΑΣ στο διήγημα “Η γιαγιά Πηνελόπη”, μόλις δύο σελίδες, καθώς και στο “Οπως τα φαράγγια”, ένα μικρό αριστούργημα.

Τώρα, τα περί δομής, ύφους χρόνου και άλλων κατατεμαχιζόντων (ίσως καμιά φορά χρήσιμα) είναι νομίζω περιττά.Η καλή λογοτεχνία δεν είναι να την αναλύεις. Είναι να τη νιώθεις και να πλουτίζεις. Και τελειώνοντας-χρονιάρες μέρες-κάντε μια επένδυση σε μας, μικρούς και μεγάλους με τα βιβλία της κας Βλαχάκη.

Αρμουτάκη Νατάσα

@@@


@@@


@@@




@@@



@@@




@@@





(κλικ πάνω στην εικόνα για μεγέθυνση)





Δημοσιεύματα για τις ποιητικές συλλογές





Αγγελική Καραθανάση
ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ
Τα πολύτιμα, Μαρινέλλας Βλαχάκη
Χανιά 2009
Η έβδομη ποιητική συλλογή τής Μαρινέλλας Βλαχάκη Τα πολύτιμα απαρτίζεται από σαράντα τέσσερα ολιγόστιχα ποιήματα: εννέα δίστιχα, εννέα πεντάστιχα, ενώ τα υπόλοιπα έχουν από τρεις έως ένδεκα στίχους, με εξαίρεση το τελευταίο ποίημα, που αποτελείται από είκοσι τρεις στίχους.
Μέσα από την επιγραμματικότητα των ποιημάτων τής συλλογής διακρίνουμε μια ποικιλία βιωμάτων, που συγκινούν τον αναγνώστη. Αποφεύγοντας η ποιήτρια τα περιττά πετυχαίνει την ουσιαστική συμπύκνωση, που ενεργοποιεί τη σκέψη και το συναίσθημα. Συγχρόνως, ένα θαυμαστικό, ένας καταληκτικός ερωτηματικός στίχος, τα αποσιωπητικά στο τέλος του ποιήματος, μια ελλειπτική πρόταση δημιουργούν ψυχικές εντάσεις.
Τα ποιήματα μπορεί να χωριστούν σε δυο μεγάλες ομάδες, τα ατομικά - ιδιωτικά, που είναι και τα περισσότερα, και αυτά που απασχολούν το κοινωνικό σύνολο την ίδια χρονική στιγμή. Τέτοιο είναι το ποίημα «Καλοκαίρι 2007», καλοκαίρι των αμέτρητων πυρκαγιών. Ένας ζωγραφικός πίνακας κρύβεται πίσω από το τετράστιχο αυτό ποίημα, όπου κυριαρχεί το κόκκινο της φωτιάς και το μαύρο που αυτή άφησε πίσω της.
Οι ελιές ξεψυχούν.
Πύρινοι οι κορμοί, φλόγες τα κλαδιά τους.
Κάτω από τον ίσκιο τους οι προβατίνες κάρβουνο
με τα μαστάρια τους γεμάτα γάλα.
Επίσης το επτάστιχο ποίημα «Ακουαρέλα» λειτουργεί σαν κινηματογραφικό στιγμιότυπο· νομίζουμε πως ακούμε το παιδί που κλαίει απαρηγόρητο για το μπαλόνι που του έφυγε από τα χέρια και χάνεται στον ουρανό. «Ο σπάγκος μπλεγμένος» στα χέρια του δεν το παρηγορεί, είναι αντίθετα θύμηση της συντελεσμένης απώλειας της χαράς.
Το δίστιχο «Έπεα πτερόεντα» αποτελεί το ποιητικό απόσταγμα μιας εμπειρίας, που όλοι έχουμε από πολύωρες συνεδριάσεις επαρχιακών συλλόγων ή επίσημων φορέων της πρωτεύουσας:
Η συνεδρίαση τελείωσε.
Σαρώνει ο αέρας φράσεις – προτάσεις.
Στο «Ξηροί καρποί» η διαπίστωση πως οι ανθρώπινες σχέσεις συχνά χάνουν την πρώτη τους ικμάδα και μεταβάλλονται σε πασατέμπους (pour passer le temps) αφήνει μια πικρή νοσταλγία.
Στο τετράστιχο «Κιβωτός» η ποιήτρια ειρωνεύεται την ελπίδα έμψυχων και άψυχων, που «αφηνιασμένοι […] πήδησαν στο σκάφος του 21ου αιώνα» για σωτηρία και λησμονιά των δεινών του περασμένου αιώνα.
Δεν λείπουν και ποιήματα που η έμπνευσή τους προέρχεται από το πρόβλημα των προσφύγων. Ελπίδες και νοσταλγίες ανθρώπων που αναγκάζονται να αφήσουν τα χώματά τους, στα οποία όμως μένουν για πάντα ριζωμένοι ψυχικά.
Στην κατηγορία των ποιημάτων της κοινής συλλογικής μνήμης ανήκει το τελευταίο ποίημα, το μεγαλύτερο της συλλογής, με τίτλο «“Αντί ” για παράσημο», που η ποιήτρια αφιερώνει στο Χρήστο Παπουτσάκη, εκδότη του περιοδικού «Αντί». Περιεκτικό και μεστό ζωντανεύει όχι μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση του δεκάχρονου Χρήστου Παπουτσάκη, (ο πατέρας του πολεμώντας τους Ιταλούς το 1940 έχασε το πόδι του, το 1944 εκτελέστηκε από Έλληνες χωροφύλακες φορώντας το ξύλινο ποδάρι του, που διέσωσε και φύλαξε το δεκάχρονο παιδί) αλλά και την ιστορία μιας εποχής, του εμφύλιου· από αυτή την άποψη βέβαια το εξαιρετικό αυτό ποίημα αφορά όλους μας.
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής όμως έχουν την αφετηρία τους σε προσωπικά βιώματα, στο βαρύ παρελθόν με τις κακοτυχίες του, στον έρωτα και στη φθορά των σχέσεων. Η ποιήτρια έχει καταφέρει να ντύσει το ατομικό με ποιητικό ένδυμα κατάλληλο για κάθε αναγνώστη, γι’ αυτό και η αισθητική απόλαυση. Το ατομικό ήταν μόνο η αφόρμηση.
Τα «Σημάδια», ο «Γυρολόγος», οι «Αναδρομές», «Τα αμεταχείριστα», η «Αποτέφρωση» φέρνουν στην επιφάνεια πληγές από τις οποίες προσπαθεί να απαλλαγεί η ποιήτρια και μας παραπέμπουν στο μυθιστόρημά της Σιλάνς σιλβουπλέ (εκδ. Κέδρος, 2006). Τα ποιήματα αυτά αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, παραλλαγές του τελευταίου κεφάλαιού του, που έχει τον τίτλο «Τα πολλαπλά επανωφόρια» και που αρχίζει έτσι: «Γεννήθηκα φορώντας κατάσαρκα μια χοντρή ζακέτα από ακατέργαστο μαλλί, αποπλεξίδια μιας φανέλας του πατέρα και ενός γιλέκου της μάνας… Δεν είχε κανείς καιρό να μου τα βγάλει. […]».
Στο ποίημα «Γυρολόγος» η ποιήτρια αναφέρεται ξανά στα «πολλαπλά επανωφόρια». Τα τεμαχίζει, τα μεταποιεί σε κάτι καινούριο («μεταξωτό φουστάνι» στο μυθιστόρημα, «κουρελού» στο ποίημα) που το χαρίζει σ’ όσους θελήσουν να το πάρουν. Είναι η πολύτιμη πείρα που μπορεί να λυτρώσει.
Πιτήδεια κομμένα τα πολλαπλά επανωφόρια
υφασμένα τώρα σε κουρελού.
Δεν πουλώ.
Μόνο χαρίζω.
Με την κουρελού στην πλάτη μου
γυρνώ στους δρόμους.
Δεν πουλώ. Μόνο χαρίζω.
Στα «Σημάδια» και στα «Αμεταχείριστα» η «ζακέτα» του μυθιστορήματος γίνεται «κάδρα» και «παιδικές πιζάμες». Η ποιήτρια παλεύει να απαλλαγεί από ένα παρελθόν που την πληγώνει, άλλοτε πετώντας ό, τι την εμποδίζει να ονειρεύεται, (παιδικές πιζάμες) άλλοτε ξαναγυρίζοντάς τα στη συνηθισμένη θέση τους (κάδρα), για να ησυχάσει από τις ενοχές τής απομάκρυνσης.
Τα δυο ποιήματα «Αναδρομές» και «Αποτέφρωση» μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου. Οι συναντήσεις με πρόσωπα του παρελθόντος ανακαλούν στη μνήμη της στιγμές δυσάρεστες, τα χέρια στάζουν «φρέσκες σταγόνες αίμα», από το ξύσιμο των ανεπούλωτων πληγών, γι’ αυτό αποφασίζει να αποτεφρώσει τελετουργικά «στιγμές αδικαίωτες» και να μην αφήσει να χυθεί «ούτε ένα δάκρυ πια», αφού κάθε πένθος είναι μάταιο.
Η ποιήτρια καταλήγει στη λυτρωτική αποδοχή της πραγματικότητας όχι από παραίτηση αλλά από ενσυνείδητη απόφαση να κερδίσει ένα δημιουργικό μέλλον σαν αυτό που η ποίηση και γενικά η τέχνη της προσφέρει δύσκολα μεν («Εξέγερση») αλλά σωτήρια, αφού σ’ αυτή χρωστά την ύπαρξή της («Η τέχνη»).
Ο άλλος πόλος της ποίησής της, ο έρωτας, δεν δίνεται με ύφος γλυκερό ή κλαψιάρικο. Με τη χρήση του μεταφορικού λόγου μιλεί για το πιο ισχυρό ανθρώπινο συναίσθημα. Ο έρωτας είναι σαν την καταρρακτώδη βροχή, κάποτε σταματά και αρχίζουν αναγκαστικά «τα μερεμετίσματα» («Έρωτας»). Η χρήση της λέξης βροχή και τα παράγωγά της χρησιμοποιούνται ποιητικά από τη Βλαχάκη και σε άλλα δυο ποιήματα σχέσεων («συνάντηση βροχερή» στο «Γλίστρες», «μια χούφτα πρωινή βροχή» στο «Το τάμα»), στο «Έρωτας» όμως νομίζω πως η υποδήλωση είναι πολύ ισχυρή.
Ο έρωτας για τον οποίο είναι πάντα έτοιμη, παρά τα «Ποτέ πια» δεν είναι τελικά εφικτός. Η συνάντηση μπορεί να γίνει επικίνδυνη («Γλίστρες»), η ηλεκτρική εκκένωση που κάποτε της προκαλούσε μπορεί να μετατραπεί σε «Ουδέν» ή σε «κάρβουνο» («Άστρα σβηστά»). Νουθετεί τον εαυτό της πως δεν πρέπει να προσδοκά κανείς καρπό από τις λεύκες («Προσδοκία»). Συμβιβάζεται με την απώλεια των ευτυχισμένων στιγμών. «Μέσα στο θαυμαστικό βρίσκεται κι η τελεία» («Σημείο στίξης»). Παρηγοριά έχει που «ο χρόνος είναι αειθαλής» («Ελευθερία») κι εκείνη «πεισματικά επιβιώνει» (Πρύμνα – πλώρη 4»).
Αν ο έρωτας είναι σαν τη δυνατή περαστική βροχή, η αγάπη είναι ό,τι πιο πολύτιμο και σταθερό μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. Κι αυτή, κατά την ποιήτρια, κλείνεται στα πολύ απλά και ταπεινά, σε ένα μικρό δώρο που μας φέρνουν χαρούμενα οι φίλοι
Ένα πεπόνι σα γήινη σφαίρα
μου έφεραν χαρούμενοι οι φίλοι μου
και γίνηκε με μιας, το σπίτι μου μποστάνι!
Τι θαρρείς;
(«Τα πολύτιμα»).

@@@






@@@





(κλικ πάνω στην εικόνα για μεγέθυνση)



@@@

"Χανιώτικα Νέα"

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Συνέντευξη στις «Διαδρομές»

(Περιοδική έκδοση των Χανιώτικων Νέων)

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2004

Του Γιάννη Λυβιάκη

Σ’ αυτήν την πόλη, ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν παύουν να ανησυχούν και να δημιουργούν, όπως η Μαρινέλλα Βλαχάκη∙ η ψυχή της εταιρείας τέχνης: «Βιολέττα». Αυτές τις μέρες η «Βιολέττα» παρουσιάζει στο θέατρο «Δημ. Βλησίδης» στο Κουμ Καπί, ένα μαγευτικό έργο, τον «Άνθρωπο… πάπια», που αποτελεί θεατρική προσαρμογή αποσπασμάτων από τις «Κάργιες» της Αλκ. Παπαδάκη. Οι τελευταίες παραστάσεις θα δοθούν σήμερα Παρασκευή και αύριο Σάββατο.

Χθες, εξάλλου, κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή της Μαρινέλλας Βλαχάκη, «Καθ’ οδόν».

Όλα αυτά ήταν αφορμή για την συνομιλία μας με την ποιήτρια, η οποία μέσα από τη δουλειά της, στέλνει μηνύματα ευαισθησίας στους ανθρώπους. Άλλωστε, όπως σημειώνει στο νέο της βιβλίο, αντί προλόγου, η Βικτωρία Θεοδώρου, «η Μαρινέλλα Βλαχάκη είναι μια ύπαρξη μοναχική, ωστόσο προσελκύει και ζει αδιάκοπα με τους ανθρώπους. Η ποίηση δεν πλαισιώνει τη ζωή της – είναι η βάση της ζωής της». Και όπως η ίδια η κ. Βλαχάκη λέει, «τα Χανιά είναι μια πολύ όμορφη πόλη», που «μπορεί κάθε στιγμή να γίνει η «Πρέβεζα» του κάθ’ ενός μας… Συνομιλώ με την πόλη μου τις ήσυχες ώρες και τις ήσυχες εποχές».

Πώς ξεκινήσατε την επαφή σας με την τέχνη; Ποια ήταν η αφορμή;

«Υπήρξα πολύ κλειστό παιδί και λόγω συνθηκών, και λόγω ιδιοσυγκρασίας ίσως. Έτσι αναπτύχθηκε πρόωρα η παρατηρητικότητά μου πάνω στις ανθρώπινες συμπεριφορές, απόχτησα μια εξαιρετική σχέση με τη φύση και μέσω αυτής άρχισα να εξηγώ και να αντιλαμβάνομαι τους ανθρώπους και την ζωή. Έτυχε στην πορεία μου να αγγίξω πολλές φορές τον πυθμένα της μοναξιάς, να εντρυφήσω σ’ αυτήν θα έλεγα. Νομίζω ότι αυτά τα πράγματα μου διαμόρφωσαν από νωρίς τη σχέση μου και την ανάγκη μου για την τέχνη. Θυμάμαι να σχεδιάζω πάνω στα βράχια, να φτιάχνω στέφανα με αγριολούλουδα να τα χαρίζω στη θάλασσα, να παίζω θέατρο με θεατές μου τα ζωάκια, να κρύβω τα ποιήματά μου στις κουφάλες των δέντρων κ.λ.π.».

Τι σημαίνει για σας η ποίηση; Πόσες συλλογές έχετε ήδη κυκλοφορήσει;

«Ποίηση για μένα είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Να αποχτώ επαφή μ’ αυτά, να ελευθερώνω τα συναισθήματά μου, να συναντιέμαι με ιδέες, ανθρώπους, καταστάσεις, εποχές. Να ανοίγω παράθυρα σε σκοτεινά δωμάτια. Να ζω».

Πρόκειται να κυκλοφορήσει κάποιο νέο βιβλίο σας;

«Έχω εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές. Φέτος κάπου την άνοιξη βρέθηκαν για μια στιγμή όλα τα βιβλία μου εξαντλημένα από καιρό πάνω στο γραφείο μου, και τα αισθάνθηκα σαν μια πολύχρωμη κουρελού… με κομμάτια από διάφορες εποχές της διαδρομής μου.

Έκοψα τα ξέφτια, έσφιξα τα χαλαρωμένα νήματα, πρόσθεσα κάποια νέα χρώματα, και τύπωσα το … «Καθ’ οδόν» ένα συγκεντρωτικό τόμο με όλα τα ποιήματα δίχως χρονολογική σειρά. Τι να τις κάνω τις χρονολογίες, η ζωή μας δεν είναι αριθμοί, μα ιδέες και συναισθήματα που λειώνουν μέσα μας, περνάνε στην κυκλοφορία μας, και εν τέλει μας διαμορφώνουν. Το βιβλίο βγήκε απ’ τις εκδόσεις «Πολύτυπο» και το έπιασα στα χέρια μου μόλις σήμερα».

Πείτε μου μερικούς αγαπημένους σας ποιητές. Και ένα αγαπημένο σας ποίημα (στίχο).

«Αρκετοί είναι οι ποιητές που με συγκίνησαν, με συντρόφεψαν άπλωσαν τα χέρια τους σε στιγμές απογοήτευσης και παραίτησης, κι ανάδεψαν με τους στίχους τους το δυόσμο και το βασιλικό και μύρισε πάλι η ζωή μου και ξαναβρήκα την πολυπόθητη – γαλήνια ένταση – Αισθάνομαι τούτη την ώρα που πρέπει ν’ αναφέρω μόνο κάποιους… να γέρνουν τα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου, να μέμφονται την επιλογή μου και ν’ απορούν πως μπόρεσα να τους παραλείψω έπειτα από σχέση τόσων χρόνων θέλω να πω πως τους αγαπώ όλους…

Σταθμός πάντα για μένα αυτή η «μη ποίηση» του Κ. Καβάφη, και ακόμα ν’ αναφέρω από τους σύγχρονους, που έχουμε και την τιμή να είναι Χανιώτες, το Γ. Μανουσάκη και τη Β. Θεοδώρου.

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς…».

Τα Χανιά είναι ποιητική πόλη; Εμπνέουν ένα ποιητή; Τον απογοητεύουν ίσως κάποια φορά;

«Τα Χανιά μας είναι μια πολύ όμορφη επαρχιακή πόλη, που όμως μπορεί κάθε στιγμή να γίνει η «Πρέβεζα» του κάθ’ ενός μας.

Στη μικρή μας κοινωνία δε λείπουν ούτε οι μικρότητες ούτε οι κακίες, ούτε η αλαζονεία, ούτε η άγονη περιέργεια. Όλα αυτά μαζί με την αδιαφορία για την πόλη και την ποιότητα ζωής που πρέπει να εξασφαλίζεται με τη δικιά μας συμμετοχή και φροντίδα, σε κάνει να πνίγεσαι, να αισθάνεσαι διάθεση φυγής.

Όμως επειδή η φυγή έτσι ή αλλιώς δεν είναι λύση, κι επειδή «η πόλις θα σε ακολουθεί…» προτιμώ να δουλεύω όπως και αρκετοί άνθρωποι στην πόλη μου, απασχολούμενη με πράγματα που ενεργοποιούν το συγκινησιακό μας σύστημα το αδρανοποιημένο από τη βαρβαρότητα των μέσων ενημέρωσης και γενικότερα του σύγχρονου τρόπου ζωής. Συνομιλώ με την πόλη μου τις ήσυχες ώρες και τις ήσυχες εποχές περπατώντας ας πούμε…9 η ώρα το πρωί στα καλντερίμια της, με ψιλόβροχο προχωρημένο φθινόπωρο. Ή όταν έχω λείψει για λίγο καιρό και φτάνω με το πλοίο το πρωί κι αντί να πάω σπίτι κάθομαι για καφέ με τη γεύση της μπουγάτσας ακόμα στα χείλια στο Μελτέμι, και βλέπω και δε χορταίνω το μπλε να διαγράφει τον μπούστο της παλιάς πόλης ενώ ξημερώνει, και τα χρώματα των σπιτιών γίνονται ακόμα πιο ζεστά, κι ακούω τις ανάσες των συμπολιτών μου γαληνεμένες καθώς αλλάζουν πλευρό. Χάνω την επαφή μου με τα Χανιά όταν τα ακούω να βογκάνε βιασμένα από τα κορναρίσματα, τις «μουσικές» και δε διακρίνω το πρόσωπο της πόλης μου, γιατί μένει θλιμμένο και σκοτεινό, πίσω από τις καρτ ποστάλ».

Ας μιλήσουμε τώρα για το θέατρο. Πως αποφασίσατε την ίδρυση της «Βιολέττας»; Ποιοι είναι οι στόχοι της εταιρείας;

«Έχω μια ανάγκη, που όσο περνά ο καιρός γίνεται και πιο επιτακτική, να μην αφήνω μισοτελειωμένα πράγματα, το να αρχίσουμε κάτι είναι εύκολο, το να το ολοκληρώσουμε δύσκολο. Όταν όμως συστηματοποιούμε το κάνουμε επαγγελματικό γινόμαστε πιο υπεύθυνοι ποιο συνεπείς και το αποτέλεσμα ολοκληρώνεται ικανοποιητικά. Στόχος της εταιρείας είναι να καταθέτουμε και εμείς την πρότασή μας στα πολιτιστικά δρώμενα των Χανίων και επί πλέον να δίνουμε εργασία σε κάποιους ηθοποιούς. Ευτύχησα να συνεργαστώ μέχρι τώρα με εξαιρετικά παιδιά, και πολύ ταλαντούχα».

Το τελευταίο έργο είναι το «ΑΝΘΡΩΠΟΣ … ΠΑΠΙΑ» που είναι βασισμένο σε κείμενα της Αλκυόνης Παπαδάκης. Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο;

«Όταν ήμουνα παιδί θυμάμαι ότι καθημερινά επιστρέφοντας από το σχολείο στο σπίτι, άκουγα πάντα καυγάδες από ένα σπίτι που έμενε ένα δεκαπεντάχρονο τότε αγόρι με τη μητέρα του. Το αγόρι έπαιρνε λέει τα ξύλα, τα λάξευε κι έφτιαχνε διάφορα αντικείμενα με αποτέλεσμα να γεμίζει την αυλή με πριονίδια. Άλλος λόγος για καυγάδες ήταν ότι κατά καιρούς το παιδί σήκωνε μπαϊράκι και ήθελε λέει να φύγει από το χωριό. Αυτό κράτησε για λίγο χρόνια, ώσπου…

«έπηξε ο νους του..» όπως επαναλάμβανε η μητέρα του και δεν την ενοχλούσε πια.

Αφού τελείωναν λοιπόν τις δουλειές, κάθιζαν στο σκαλί του σπιτιού μητέρα και γιος και παρατηρούσαν τους περαστικούς, ενώ ο εικοσάχρονος έπαιζε πάντα μ’ ένα απομεινάρι της…παρ’ ολίγον τέχνης τους. Ένα πλαίσιο… το έβαζε μπροστά στο πρόσωπό του και ρωτούσε τους περαστικούς γελώντας… -Μου πάει; Στον περισσότερο χρόνο ήταν αμίλητος. Αναρωτιόμουνα πάντα τι σκεφτότανε..

Αργότερα συνάντησα πολλούς ανθρώπους που τους «πήγαινε» εκείνο το πλαίσιο της υποταγής… της ακύρωσης, της εν δυνάμει προσωπικότητάς τους.

Η συγκεκριμένη ιστορία από το βιβλίο «Οι κάργιες» της Αλκυόνης Παπαδάκη, απαντούσε με άμεσο και απλό τρόπο σε κείνα τα παλιά μου ερωτήματα, που ταλανίζουν ωστόσο τους περισσότερους ανθρώπους.

Η μεταφορά επί σκηνής έγινε με μεγάλη προσοχή, φροντίδα και έμφαση στη λεπτομέρεια. Κατέθεσαν όλοι οι συντελεστές τον καλύτερο εαυτό τους και τους ευχαριστώ από καρδιάς, για την άψογη συνεργασία, ο καθ’ ένας στον τομέα του, έτσι που το αποτέλεσμα να είναι το επιθυμητό.

Τελευταίες παραστάσεις δίνονται σήμερα και αύριο στις 9.30μ.μ. Αύριο Σάββατο και απογευματινή στις 7μ.μ. στο θέατρο Δ. Βλησίδη».

Τι σχέδια κάνετε για το μέλλον;

«Θα προσπαθήσω προς την ίδια κατεύθυνση και με την ίδια φιλοσοφία όσον αφορά το θέατρο, δουλεύοντας με κείμενα από τη λογοτεχνία. Ακόμα ελπίζω μέσα στο χρόνο να ολοκληρώσω ένα νέο βιβλίο που παραμερίζεται εδώ και καιρό από τις ανάγκες της θεατρικής παραγωγής και τις άλλες έγνοιες».

Τι καλείται να αντιμετωπίσει ένας καλλιτέχνης σε μια μικρή πόλη όπως τα Χανιά;

«Έχει διαφορά ίσως, αν είσαι περαστικός από το να μείνεις μόνιμα σε μια πόλη. Εγώ ζω ανάμεσα στο χωριό μου και την πόλη των Χανίων σε όλα μου τα χρόνια, ωσάν ένα δέντρο με βαθιές ρίζες και ψηλά κλαδιά. Είναι κατά τη γνώμη μου ανάγκη για να επιβιώσεις ως καλλιτέχνης να έχει συνέπεια και ξεκάθαρη ταυτότητα και να αντιμετωπίζεις με σοβαρότητα το αντικείμενο που καταπιάνεσαι. Αν απλώς κάνεις πράγματα για να ικανοποιήσεις την ματαιοδοξία σου και να κερδίσεις προσωρινά το θαυμασμό των ανθρώπων, δεν θα έχει διάρκεια η πρότασή σου δεν πρέπει να υποτιμούμε τον κόσμο, διακρίνει την προχειρότητα».



@@@


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΜΗΝΥΜΑ: Τεύχος 14 Απρίλιος 2003

Ο Δημήτρης Χαραλαμπάκης συζητά με την ποιήτρια
Μαρινέλλα Βλαχάκη

Πως μπήκες στο χώρο της ποίησης; Ήταν μια "φυσιολογική" πορεία που ξεκίνησε από μικρή ηλικία , τότε που πολλοί γράφουν στο χαρτί της ευαισθησίες και τους συγκλονισμούς της εφηβείας ή ήταν κάτι που ήρθε ως μια ύστερη συνειδητοποίηση;



Θα ήθελα πριν αρχίσουμε την κουβέντα μας να πούμε άλλη μια φορά όχι στον πόλεμο μιας κι έχουμε εμείς εδώ ακόμα την πολυτέλεια να εκθέτουμε τις σκέψεις και τις απόψεις μας.

Στην ερώτησή σας τώρα. Η ποίηση προϋπάρχει μέσα μας και κάποτε φανερώνεται πάνω στις λευκές κόλες. Το πρώτο μου κείμενο το έγραψα σε ηλικία 9 ετών. Το ανακάλυψε η μητέρα μου θύμωσε με τα πολλά ορθογραφικά λάθη και μου είπε: Μάθε πρώτα να γράφεις και ύστερα να γίνεις και συγγραφέας. Ντράπηκα και άργησα να ξαναγράψω. Συγκλονισμούς εφηβείας δεν είχα. Είχα όμως οικογένεια από 15 χρονών. Αργότερα στην κοινωνική μου ένταξη βγήκα στους δρόμους με συνθήματα. Το ψευδεπίγραφο των πραγμάτων με οδήγησε να αναζητήσω άλλους ουσιαστικότερους για μένα τρόπους έκφρασης και συμμετοχής στους προβληματισμούς της εποχής μου. Ασχολήθηκα με την τέχνη...

"Όταν στις πρώτες μου ερωτήσεις

τα Ιμαλάια υποχώρησαν

στο μίσχο της παπαρούνας

με σιγουριά στηρίχτηκα"

Τι θέση έχει στη ζωή σου, στις προσωπικές σου ιεραρχήσεις ή ποίηση;

Η ποίηση διατρέχει τη σκέψη μου την αίσθησή μου τη ματιά μου. Ανοίγει παράθυρα εκεί που κανένας άλλος δεν μπορεί να κάνει. Φυσικά η σχέση μου με την ποίηση δεν με απαλλάσσει από την καθημερινή έγνοια και αγωνία.

Σε βλέπουμε σε ποικίλες πολιτιστικές- πνευματικές δραστηριότητες προσωπικά ή με τη "Βιολέττα": σινεμά, θέατρο, παρουσιάσεις βιβλίων κλπ . Ποια είναι τα κίνητρά σου, τι σε κρατάει "ζωντανή" και δραστήρια σε μια τέτοια κατεύθυνση -εφ΄ όσον προφανώς δεν πρόκειται για κερδοσκοπικές δραστηριότητες;


Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έχω καμιά οικονομική απολαβή από αυτές τις δραστηριότητες. Η απασχόλησή μου με την Τέχνη ικανοποιεί μια βαθύτερη ανάγκη μου να μοιραστώ το δημιουργικό κομμάτι του εαυτού μου με το στενό και ευρύτερο περιβάλλον μου. Να επικοινωνήσω. Είναι το όπλο μου ενάντια στη μιζέρια και την καθημερινότητα



"Είδα τον κόσμο θάλασσα

και μέσα του βυθίστηκα δελφίνι

τώρα γλιστρούν τ΄ανώφελα

και τα μικρά από πάνω μου"

Κι όταν δεν παίζω θέατρο και δεν οργανώνω εκδηλώσεις αλλά βρίσκομαι στην αθέατη πλευρά του κήπου μου πάλι γράφω και φτιάχνω μανιωδώς κάρτες με διάφορα υλικά ή άλλες συνθέσεις. Η σκέψη ότι κάποιοι άνθρωποι θ΄ ανταλλάξουν τις ευχές τους μ΄ αυτές τις κάρτες μου δίνει μεγάλη χαρά. Μου αρέσει να φτιάχνω κάθε λογής στέφανα. Κάτι σαν άσκηση . Ανοίγω αναπτύσσω και κλείνω κύκλους. Στη ζωή μας τα περισσότερα πράγματα μένουν ανολοκλήρωτα. Ανολοκλήρωτες σχέσεις, ιδέες, συνεργασίες, χειρονομίες. Κι αυτό μας κοστίζει ψυχικά μας αφήνει ένα αίσθημα ανικανοποίητου.

"Τριάντα χρόνια

τριάντα χρόνια στην άκρη του κρεβατιού

σε μιαν ατέλειωτη χειρονομία

η νεκρή μητέρα μου

με σκεπάζει"

Βέβαια οι εκδηλώσεις και κυρίως οι θεατρικές παραγωγές έχουν πολλές απαιτήσεις και εκτός από σκληρή και προσεκτική προσωπική δουλειά έχουν και οικονομική αξία. Η ανεύρεση χορηγών είναι πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία. Αυτό με κουράζει και με αποθαρρύνει. Η "ΒΙΟΛΕΤΤΑ" είναι απελπιστικά μη κερδοσκοπική εταιρεία. Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει ένας φορέας έξω από ανταποδοτικές σχέσεις, σαν ανεξάρτητος. Και λέω πάλι όσο αντέξουμε.

Ως άνθρωπος του πολιτισμού τι θα ζήταγες για την βελτίωση του πολιτιστικού γίγνεσθαι στα Χανιά από τους έχοντες αρμοδιότητα και εξουσία;

Να αξιοποιούν την αγάπη μας για την τέχνη, προσφέροντας μας χώρους για να παρουσιάζουμε τη δουλειά μας και να είναι κοντά μας.

Τι σ΄ ενοχλεί και πως θα ήθελες να είναι;

Μ΄ ενοχλεί το ψευδεπίγραφο, η σύγχυση και η υποβάθμιση της ανθρώπινης υπόστασης. Θέλω πράγματα που έπρεπε να είναι αυτονόητα. Θα ήθελα από τους "πολιτισμένους" να χρησιμοποιούν τις κατακτήσεις της επιστήμης για την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντί να μας λένε "σας σκοτώνουμε για να μην πεθάνετε κάποτε ".

Είμαστε απροστάτευτοι, οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, οι οργανισμοί δεν λειτουργούν κι δύναμη ξοδεύεται καταστροφικά.

"Αρνάκι όταν χαϊδεύω
περισσότερο στο λαιμό του σταματώ
προσπάθεια



το γένος μου να εξιλεώσω"

Θα ήθελα να ζούσαμε σε πιο φυσικούς ρυθμούς, σε πιο ανθρώπινους χρόνους... Έτσι που να προλαβαίνουν να ωριμάσουν οι ιδέες, οι αποφάσεις, τα συναισθήματα, τα φρούτα. Σ΄ ένα χρόνο που θα προλαβαίναμε να ξεθάψουμε την πρώτη μας ύλη, την καταπλακωμένη με χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες και εικόνες. Κι εκείνα τα πρέπει και τ΄ αρμόζοντα.

"Στους πολυσύχναστους δρόμους
μην τραγουδάς το λευκό του χιονιού
Γρήγορα λάσπη θα γίνει"

Θα ήθελα να μας προτείνονται με άλλο τρόπο άνθρωποι , ιδέες , προϊόντα. Έτσι που στην απολογισμό της κάθε μέρας να μην αισθάνομαι τόσο προσβεβλημένη την αισθητική και τη νοημοσύνη μου. Όπως θα ήθελα λιγότερη γκρίνια, περισσότερη θετική σκέψη και μεγαλύτερη δράση.

Κάτι που θα ήθελες να γνωρίζουν για σένα οι Χανιώτες/σες;

Τη σχέση μου με τον Γιαγγούλη Αλεξανδρίδη. Η γνωριμία μας άρχισε το 1992 όταν κυκλοφόρησε από την πολιτιστική εταιρεία "Πανόραμα" με την πρωτοβουλία της Μαριάννας Κορομηλά το διήγημα του Νόνταρ Ντουμπάτζε "HELLΑDOS" σε μετάφραση της Ταμάρα Μέσχη. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι με αφορά και ότι θα ξαναβρεθούμε. Ξαναβρεθήκαμε.

Ο Γιαγγούλης Αλεξανδρίδης είναι "Το Ελληνάκι του Καυκάσου" η νέα θεατρική παραγωγή της "Βιολεττας" που θα παιχτεί από τις 29 Απριλίου έως τις 4 Μαΐου στο θέατρο "Δ. Βλησίδης". Είμαι σίγουρη ότι όσοι παρακολουθήσουν την παράστασή μας θα αποκτήσουν με τη σειρά τους στενή σχέση με τον Γιαγγούλη και τον Τζέμαλ. Αυτά τα παιδιά ζουν ανάμεσά μας σ' όλες τις εποχές. Η σκηνοθεσία είναι του Κωστή Καπελώνη, τα σκηνικά του Γιώργη Σηφακάκη, η μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη και παίζουν οι ηθοποιοί Μαρία Εγγλεζάκη, Κατερίνα Μηλιώτη, Άρτεμις Ορφανίδου, Μαρινέλλα Βλαχάκη.

@@@

«Χανιώτικα Νέα»

Εκδόσεις

ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


(Μαρινέλλας Βλαχάκη)

Έτσι τιτλοφορεί το καινούργιο βιβλίο της με 49 σελίδες σε κάθε μια που υπάρχει κι ένα θαυμάσιο ποίημα, με την προσωπική ποιητική γραφή, η Μαρινέλλα Βλαχάκη.

Από εδώ είχαμε πάλι γράψει, το Νοέμβριο του 1992 (7/11/92) για το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα που το τιτλοφόρησε Κόκκινη Άμμος.

Και στα ποιήματά της, στο καινούριο βιβλίο της Μικρή Προσευχή, ξεχύνεται μια συγκινητική τρυφεράδα για την κάθε εκδήλωση της ζωής.

Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα για την κάθε πράξη και την ανθρώπινη ύπαρξη εκφράζονται με συναισθηματική λεπτότητα και απέραντη διάχυτη μελαγχολία στα ποιήματα της Μαρινέλλας Βλαχάκη.

Στο ποίημα της Ασύλητη θλίψη γράφει:

«Το βαρύ της φορτίο / καλά φυλαγμένο μες στο χαμόγελο.
Ποτέ της για τούτο δεν μίλησε.
Μόνο για μια φορά

καθώς κοιτούσε τη θάλασσα / ένα μικρό ναυάγιο / είδαν μέσα στα μάτια της.»

Και για την τέχνη στο ποίημα «Προτεραιότητες»

«Αφού νοιώσουμε άνθρωποι πως γίναμε, / τότε, ας μιλήσουμε για τέχνη.
Γιατί προέκταση της ανθρωπιάς, / των όλων ποιότητα / είναι η τέχνη.»

Μαρίκα Τζεράκη – Βλασσοπούλου


@@@

«Χανιώτικα Νέα», Κυριακή 8 Ιανουαρίου 1995

Χανιώτικη Ποίηση

ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


«Γράφω για να κρατήσω πιο πολύ ό,τι έζησα, όχι για να το κάνω αιώνιο, μα για να το κάνω πιο έντονο και να κάνω πιο διαφανή αυτή τη μοναδική στιγμή που είναι η στιγμή που έζησα» (Octavlo Paz).

…Η ποίηση γενικά είναι λανθάνουσα γλώσσα της επικοινωνίας μας κι όσο κανείς εμβαθύνει σ’ αυτήν τόσο πιο πολύ «μιλά» μαζί της και αισθάνεται πιο όμορφα με τους άλλους. Αυτό το αίσθημα το αποκτάς πιότερο διαβάζοντας την επιγραμματική ποίηση: Είναι είδος δυσκολότατο, γι’ αυτό και σπάνιο στην εποχή μας. Συνοψίζει τη ζωή σε δύο – τρεις λέξεις, κρυστάλλινες και πολυσήμαντες:

«Μιλήσαμε πολύ,
μα δεν κρυφοκοιτάξαμε ούτε στιγμή
πίσω απ’ τις λέξεις.»

Πολύβουος ο βίος μας, γιομάτη «μουσικές κι εικόνες» η ζωή μας. Μα όποιος έχει τη χάρη να ξεχωρίζει το απόσταγμα της σκέψης λίγων στίχων ποιητικών, αυτός για μένα, είναι ο «πλούσιος» αυτού του κόσμου. Γιατί συν-ταξιδεύει με τον ποιητή, με τα φτερά του έρωτα, τις μαγεμένες φεγγαρόλουστες νύχτες:

«Μια νύχτα με πανσέληνο
και το θυμάρι ολάνθιστο
ο έρωτας με πήρε στα φτερά του.
Οι μέλισσες τ’ άλλο πρωί,
ούτε μια στάλα μέλι
δε βρήκαν να τρυγήσουν».

Μαζί του γεύεσαι – κι εσύ – ό,τι οι άλλοι αδυνατούν, γιατί «βαραίνει» η ύπαρξή τους από την καθημερινότητα, που την ψυχή σκοτώνει! Ν’ ατενίσουν δε μπορούν, πέρα από τον κάματο, το ως και τη γλυκύτητα που μόνο η ποίηση χαρίζει στους μύστες της. Πώς ν’ αντικρίσουν πέρ’ από τα σύννεφα το μεθυσμένο, ερωτικό πρόσωπο της πανσέληνου; Το νέκταρ που χαρίζει στους πιστούς της;

«Τι βασανιστική κι επίμονη / ετούτη η σημερινή μου διάθεση!
Να θέλω να μεθύσω ξανά / με τη χθεσινοβραδινή πανσέληνο!».

Πόσοι πια έχουμε τη δύναμη ν’ αποκολληθούμε από τις «μηχανές» της μοναξιάς μας (που μπορεί να ενημερώνουν, αλλά δεν ημερώνουν) και να ρεμβάσουμε κοιτώντας την αχλύ ή την άλω του φεγγαριού ή την στίλβη των αστεριών; Πόσοι μιλούνε σήμερα με τον έναστρο ουρανό, την απέραντη θάλασσα, το χιονισμένο βουνό ή τα χρώματα της φωτιάς του φθινοπωρινού τοπίου; Οι γλώσσες μας βουβάθηκαν!

Περιδιάβαση είν’ η ποίηση στα μονοπάτια της ψυχής, υπόγεια διαδρομή στους απρόσιτους κόσμους του υποσυνείδητου. Εκεί η ειλικρίνεια, ο αυθορμητισμός είναι διάφανα αισθήματα χωρίς τη σκόνη του καθωσπρεπισμού:

«Όλα την αυγή είναι πιο διάφανα
πιο σίγουρα για την προέλευσή τους.
Κυρίως τα δάκρυα».

Και είναι αυτά η λύτρωση. Αν μπορούσαν να μιλήσουν! Αποζητούμε την απομόνωση, τη σιωπή, όπου δεν έχει θέση «ο θορυβώδης» κούφιος λόγος:

«Φίλες μου αγαπημένες,
αχ! πόσο αποζητώ /
λιγάκι απ’ το χρυσό της σιωπής σας».

Το παρελθόν, οι φωτογραφίες, η νοσταλγία κι η «σιωπή» τους που γεμίζει με φωνές όλη την κάμαρα!... Αυτή η σιωπή είναι χρυσάφι και μ’ αυτή τη νοσταλγία ξεκινάμε για το αύριο:

«Κι αφού βεβαιωθήκαμε πως δεν θα ξημέρωνε,
κρεμάσαμε στη νύχτα μας λίγ’ άστρα, / και κινήσαμε!».

…Αυτά τα «λίγ’ άστρα» μας προσφέρει η πανέμορφη, στρωτή, μελετημένη, τρυφερή μα και δυνατή ποίηση της Μαρινέλλας Βλαχάκη, στην πρόσφατη συλλογή της «Το Χρυσάφι τ’ Ασπαλάθου».

Αξίζει να τη «γευθεί» κανείς και σίγουρα δε μετανιώνει.

Σ.Γ.Καλαϊτζόγλου.


@@@


«Χανιώτικα Νέα»

ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Ποιητική συλλογή της Μαρινέλλας Βλαχάκη

Αν μπορείς να είσαι περιληπτικός, αν μπορείς να πεις πολλά με λίγες λέξεις, όπως είναι το ζητούμενο στη λυρική ποίηση, υπάρχει για σένα ελπίδα επιτυχίας. Είναι σαν να μας ζητούν με μια πινελιά να φτιάξουμε έργο ζωγραφικής. Μακριά από την επέκταση, την ανάλυση και τον πλατειασμό η λυρική ποίηση, η περιγραφή στο μικρό κουτάκι, οι εξαρτημένες προτάσεις τα «που» και τα «πως» σε αχρηστία τις πιο πολλές φορές. (Αυτά από διάλεξη του κορυφαίου ποιητή μας Τίτου Πατρίκιου ).

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη σ’ αυτό το ύφος παίρνει καλό βαθμό. Ίσως είναι και από τη φύση της, από το είδος της ολιγόλογη, «λακωνίζει» και το «λακωνίζει εστί»… Η ποιήτριά μας διαλέγει τις λέξεις που λένε τόσα πολλά. Παράδειγμα ποιητικού κειμένου είναι το δίστιχο του αρχαίου ελεγείου (έλεγος είναι αρχαία ελληνική λέξη με τη σημασία του θρήνου). Το δίστιχο θρήνου (Αρχίλοχος, Καλλίνος), το δίστιχο πολεμικής αρετής (Τυρταίος), το ελεγείο είναι είδος ποιητικό που πετάχτηκε πιο πέρα απ’ το θρήνο, η ελεγειακή ποίηση αργότερα άρχισε να εκφράζει τη χαρά, τον έρωτα, το μίσος, τη ζήλια ακόμη και για μια συμβουλή γραφόταν ελεγείο. Η μονωδιακή και χορωδιακή ποίηση μας έδωσε πιστό παράδειγμα πυκνότητας με το δίστιχο ελεγείο του θρήνου (ο πρώτος στίχος ηρωικό εξάμετρο, ο δεύτερος δακτυλικό πεντάμετρο).

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη παρουσιάζει μια ελεγειακή τάση. Στην πρώτη συλλογή Κόκκινη Άμμος «τα δύο φέρετρα», το ελεγείο της «Μαρίας που χάθηκε στα τριάντα δύο χρόνια της», η «νεκρή μητέρα της που τη σκεπάζει τριάντα χρόνια τώρα στην άκρη του κρεβατιού», τα «γκρεμισμένα αγάλματα» το «πένθος της καρδιάς» είναι καλοβαλμένα ελεγειακά με μια διαφορά, έχουν συνέχεια την ελπίδα, δε σταματούν στο θρήνο. Στη «Μικρή προσευχή» της η ποιήτριά μας δείχνει την ίδια τάση, η πρότασή της είναι μια λύση ανανέωσης. «Τα δειλινά που κηδεύουν τον ήλιο θα φέρουν χάραμα». Οι «επικήδειοι, τα μνημόσυνα, οι νεκρολογίες» δεν είναι ύμνοι για την ποιήτριά μας γιατί «οι πάσχοντες πιότερο πονούν». «Το νεκρό παιδί των ιδεών» έγινε «κόκκινο γαρύφαλλο». Ακόμα και το χαμόγελο «βαρύ φορτίο κρύβει» σαν βλέπει τη θάλασσα «ναυάγιο» της θυμίζει «είναι τα πλοία που πέθαναν διασχίζοντας ωκεανό». Δεν υπάρχει καμιά ρητορεία εδώ. Η εικόνα της είναι η αισθητοποίηση του αντικειμένου, η υλοποίηση μιας ιδέας, η ανάπλαση του συναισθήματος. Η τέχνη είναι να περάσεις με λέξεις αυτή την εικόνα. Οι τρόποι είναι πολλοί, η Μαρινέλλα Βλαχάκη ξέρει το μυστικό, περνά την εικόνα με την προσωποποίηση, με την αλληγορία, με μια συνεκδοχή,, με την συμβολική μετωνυμία. Ακούστε την, διαβάστε την. Γράφει απλά χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς μεγαλοσύνες. «Όταν μιλούσε, λαμπρή ανθοφορία. Όμως τι κρίμα, καρπό ποτέ δε σοδέψαμε». «Άβατη πλαγιά από αγριαμυγδαλιές η ψυχή του. Τον περασμένο Γενάρη για μένα είχαν ανθίσει». Φόβος και λύπη για μια διάψευση. Διαβάστε την με λόγια απλά από την ποιήτρια μας «Σ’ όλη τη ζωή του ζωγράφιζε θάλασσα γαλάζια. Μα χθες καθώς ανακάτευε το μπλε με τ’ άσπρο, ξαφνικά ένας φόβος τον κυρίευσε. Άφησε την παλέτα, έτρεξε στην παραλία. Γέμισε της χούφτες του θάλασσα και τις κοίταξε γεμάτος αγωνία, κανένα χρώμα. Η Μαρινέλλα Βλαχάκη έχει δικό της τρόπο να δίνει συμβουλές, είναι ένας ύμνος στο παρόν. «Απ’ τη χρυσή κορνίζα, γλίστρησε κι έπεσε η παλιά φωτογραφία. Κάτι περίσσεψε στις ζωντανές μου σχέσεις». Είμαι μια συνεκδοχή το παλιό και το νέο, είναι μια αλληγορία και μια αξιολόγηση φιλοσοφημένη. Μαρινέλλα, χαιρετίζουμε το βήμα σου. Μια συνέχεια, όπου κυριαρχεί η ζωή, ας το προσέξουμε με το ίδιο μέσο, με την ίδια αλληγορία επιμένει. «Πέταξα όλες τις φωτογραφίες. Εκείνη τη συλλογή, απ’ τις νεκρές πεταλούδες. Τα ληγμένα αισθήματα. Μόνη στ’ άδειο δωμάτιο με την πλάτη στην πόρτα, δοκιμάζω τις αποχρώσεις της, τη φωνή μου. Σύντομα θα πετύχω αντίλαλο». Η ποίησή της είναι προσωπική αλλά η γενίκευσή της είναι οικουμενική. Όποιος έχει θέληση ανεβαίνει τα σκαλοπάτια όσο δύσκολο κι αν είναι γυρίζοντας την πλάτη στη πόρτα για να μη δραπετεύσει, για να μη λιγοψυχήσει. Ας διαβάσουμε μια απάντηση σε ρομαντικό, μια πρακτική όψη φιλοσοφημένη, μια αλήθεια κρυφή. «Ξαναβρέθηκαν ύστερα από χρόνια, εκείνος μιλούσε γεμάτος νοσταλγία, κι εκείνη δε μπόρεσε να του πει, πως μονάχα, γιατί χιόνιζε κείνες τις μέρες, τα βήματά του στο πλάι της γράφτηκαν».

Βρίσκεται κανείς σε δίλημμα ποιο ποίημα να πρωτοδιαλέξει. Η «Μικρή Προσευχή» της Μαρινέλλας Βλαχάκη» είναι σημάδι ελπίδας για τη χανιώτικη ποίηση. Ας καλωσορίσουμε ένα ύφος που αιχμαλωτίζει, μια θεματολογία που μιλάει για τη μητέρα φύση, για τον άνθρωπο πολλές φορές τραγικά, μιλάει για το πολύτιμο απόκτημά του, τη συναισθηματική μας ζωή.

Νίκος Κ. Χριστάκος


@@@



«Χανιώτικα Νέα» Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 1994

Πνευματικά και καλλιτεχνικά γεγονότα του τόπου μας


Μαρινέλλας Βλαχάκη: «Μικρή προσευχή» - ποιήματα – Χανιά, 1993

Ένα μπουκέτο εύοσμο, από σαραντατρία τόσα κρινολούλουδα, είναι το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής «Μικρή προσευχή».

Ένα μπουκέτο, που ευωδιάζει με το λόγο και την εικόνα του, με το συναίσθημα και το άρωμά του, με τη μουσική γραφή και το κελάρισμά της, με την τιθασευμένη έμπνευση, που περικλείεται μέσα στους στίχους των σελίδων του. Συχνά σαρκάζει, πυκνά νοσταλγικά πλανιέται και πολλές πάλι φορές σε κόσμους αναμνήσεων της δαπανάται. Κι ο λόγος της, ποιητικός, μετρημένος, μουσικός, σωστός. Κι έχει ακόμη τόσα για να πει, τόσα να τραγουδήσει… Θα περιμένουμε!... Το μικρό δείγμα γραφής της Βλαχάκη, π’ ακολουθεί (σ.22), νομίζουμε πως επιμένει: «Η τιμωρία».

«-Δέκα χτυπήματα με βέργα στην παλάμη,
κι εκατό φορές γραμμένος ο κανόνας.
“Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται”
Έτσι μες στ’ ανωφέλευτα
χάθηκε το κουράγιο μου για τ’ άλλα…».

ΣΤΑΜ. Α. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ

Δάσκαλος – Λαογράφος

@@@



«Χανιώτικα Νέα»

ΧΑΝΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

«ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ»

«Το να είσαι ποιητής – σήμερα – απαιτεί κουράγιο, για να μπεις στους λαβύρινθους και να σκοτώσεις τα τέρατα. Απαιτεί ακόμη δύναμη για να βγεις και να τραγουδήσεις στους δρόμους χωρίς να δώσεις εξηγήσεις σ’ εποχές σαν τη δική μας» (Alf. Reyes, 1889-1995).

Το πόσο «μεγάλη δύναμη έχουν ακόμη και λίγες λέξεις», αυτό μας το μαθαίνει η τέχνη της ποίησης. Περιδιαβάζοντας λοιπόν στον «κόσμο» της μικρής ποιητικής συλλογής «Κόκκινη άμμος», ξανάνιωσα εκείνο το πανάρχαιο συναίσθημα του «εξόριστου» - πού ‘ναι ο άνθρωπος, σ’ αυτόν τον πλανήτη. Κυνηγημένος απ’ τα σύγχρονα «τέρατα» του πολιτισμού μας, κάθε πρωί που ο ήλιος χαρίζει τη μέρα, προσπαθώ να ξαναβρώ εκείνο το νήμα που με ξαναφέρνει στα παιδικά αθώα χρόνια και τη μάνα φύση. Αυτό το συναίσθημα – και το πόσο φευγαλέα είναι η ζωή μας με τις πολλές της πίκρες και τις ελάχιστες χαρές – μου το χαρίζει η ποίηση της Μ.Β. Οι στοίχοι της, κομματιασμένες φωτογραφίες ενός album, ένα ρημαγμένο ξωκλήσι που το λειτουργούν οι αχτίνες του ήλιου και η σιωπή του παρελθόντος! Αναρωτιέμαι τι να ‘ναι οι στίχοι που δεν είπαμε ακόμη:

«Τούτοι οι στίχοι ψιχάλες είναι που ο αέρας πολλές φορές τους άλλαξε κατεύθυνση…».

… Είναι και «φυλακές», κρυφές κυψέλες «μελιτοφόρες» που κλείνουνε το απόσταγμα της σκέψης μας, αυτοί οι στίχο:

«Εγκλωβισμένες» θύμησες βγαίνουν στην επιφάνεια κι απ’ τα έγκατα της ψυχής μας ξεπροβαίνουν πύρινες λέξεις – κλειδιά. Καθώς τα «πρέπει» και τα «αρμόζοντα» κάποιων συμβατικοτήτων (που) «κλέβουν» τη δροσιά απ’ τη ζωή μας, αφ’ ότου γεννηθούμε. Έπειτα η φύση μας γίνεται νερό και άμμος «κόκκινη», λαφονησιώτικη, αίμα και σάρκα μιας φυσιολατρίας:

«…Εκεί θα με βρείτε ύστερα από χρόνια. Εκεί, κόκκος κόκκινης άμμου θα τριγυρνώ…».

Η ποίηση είναι έρωτας για τη ζωή, αγάπη πληγωμένη, δέος για το υπερβατό, φόβος για τα πρόσωπα που αγαπήσαμε και φύγανε, νοσταλγία για κάποιους «χαμένους παραδείσους» αποκάλυψη κρυφών επιθυμιών. Η ποίηση της Μ.Β. είναι μια καταφυγή και χρέος, εκτόνωση και κρυφό τραγούδι, ένας ψίθυρος, εκείνου που τραγουδά αιώνες η μοίρα του ανθρώπου. Ένα δυσβάστακτο φορτίο:

«Σαν ήσυχη βροχή το βάρος τ’ ουρανού μου στις σελίδες θ’ αδειάσω Τον κύκλο μου με στίχους θα κλείσω».

Στίχοι λιτοί αστραφτεροί, λέξεις – προσκλήσεις, σκέψεις αιμάτινες, πίκρα, οδύνη κι ηδονή σιμά – σιμά, πιότερο γεύση στυφή, παρά ανούσια, μεστή στο λόγο, επιγραμματική, είναι η ποίηση αυτή: Τρυφερή και όμορφη σαν το πρωτόβγαλτο λουλούδι:

«…Κι ένα μανουσάκι αν φυτρώσει, άξια θα πω πως μου χαρίστηκε η ζωή».

Αποφθεγματική, φιλοσοφημένη, ώριμη, χωρίς περιττά ψιμύθια, συμβουλευτική: «Είμαι ευτυχής που να καταλαβαίνω μπορώ πως για τη διάθεσή της κάθε μου μέρας δεν φταίει ο καιρός».

Κι η μοναξιά δεν λείπει απ’ την ποίηση, αφού η ίδια είναι η πηγή της:

«Αργά, ανώδυνα τα φύλλα μου πέφτουν,
τη μοναξιά μου γυμνώνοντας» μας εξομολογείται η Μ.Β.

…Ποτέ δεν πίστεψα πως η ποίηση έχει να κάνει με την αισιοδοξία. Είναι μια έντονη καταγραφή της κάθε ανάσας μας σ’ αυτόν τον αιμάτινο κόσμο, με το νοείν και το είναι μας, βορά στα τέρατα του σύγχρονου πολιτισμού (;)

Γι’ αυτό οι στίχοι της Μ.Β. διαβάζονται, ξαναδιαβάζονται ευχάριστα και «τραγουδιούνται» σαν προσευχή μικρού παιδιού.

ΣΤ.Γ.Κ.

Μαρινέλλας Βλαχάκη, Χανιά 1992.